Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διοικητολόγος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
διοικητολόγ
ος
οι
διοικητολόγ
οι
γενική
του
/
της
διοικητολόγ
ου
των
διοικητολόγ
ων
αιτιατική
τον
/
τη
διοικητολόγ
ο
τους
/
τις
διοικητολόγ
ους
κλητική
διοικητολόγ
ε
διοικητολόγ
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διοικητολόγος
<
διοικητ(ής)
+
-ο-
+
-λόγος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διοικητολόγος
αρσενικό ή θηλυκό
(
νεολογισμός
,
νομικός όρος
,
επάγγελμα
)
νομικός
ειδικευμένος
στη (
δημόσια
)
διοίκηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διοικητολόγος