Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διοικημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διοικημέν
ος
η
διοικημέν
η
το
διοικημέν
ο
γενική
του
διοικημέν
ου
της
διοικημέν
ης
του
διοικημέν
ου
αιτιατική
τον
διοικημέν
ο
τη
διοικημέν
η
το
διοικημέν
ο
κλητική
διοικημέν
ε
διοικημέν
η
διοικημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διοικημέν
οι
οι
διοικημέν
ες
τα
διοικημέν
α
γενική
των
διοικημέν
ων
των
διοικημέν
ων
των
διοικημέν
ων
αιτιατική
τους
διοικημέν
ους
τις
διοικημέν
ες
τα
διοικημέν
α
κλητική
διοικημέν
οι
διοικημέν
ες
διοικημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διοικημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διοικώ
Μετοχή
επεξεργασία
διοικημένος, -η, -ο
που έχει
διοικηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διοικημένος