↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δικυκλιστής οι δικυκλιστές
      γενική του δικυκλιστή των δικυκλιστών
    αιτιατική τον δικυκλιστή τους δικυκλιστές
     κλητική δικυκλιστή δικυκλιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δικυκλιστής < δίκυκλ(ο) + -ιστής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bicycliste[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.ci.kliˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐κυ‐κλι‐στής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δικυκλιστής αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία