Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δικαιούμενος η δικαιούμενη το δικαιούμενο
      γενική του δικαιούμενου της δικαιούμενης του δικαιούμενου
    αιτιατική τον δικαιούμενο τη δικαιούμενη το δικαιούμενο
     κλητική δικαιούμενε δικαιούμενη δικαιούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δικαιούμενοι οι δικαιούμενες τα δικαιούμενα
      γενική των δικαιούμενων των δικαιούμενων των δικαιούμενων
    αιτιατική τους δικαιούμενους τις δικαιούμενες τα δικαιούμενα
     κλητική δικαιούμενοι δικαιούμενες δικαιούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δικαιούμενος μετοχή ενεστώτα του δικαιούμαι

  Μετοχή επεξεργασία

δικαιούμενος,η,ο

  1. εκείνος που έχει το δικαίωμα σε κάτι αυτή τη στιγμή ή εν δυνάμει, ανεξαρτήτως του αν θα κάνει χρήση του δικαιώματός του
    Οι δικαιούμενοι αποζημιώσεως, θα την λάβουν σε πέντε δόσεις
    Σε περίπτωση που ο δικαιούμενος για την άσκηση του ένδικου μέσου δεν ήταν παρών...
  2. αυτό που κάποιος δικαιούται
    Η δικαιούμενη άδεια...
    Τη δικαιούμενη νόμιμη αποζημίωσή του, θα...
    Ο άνθρωπος ζητάει μόνο τα δικαιούμενά του

  Μεταφράσεις επεξεργασία