δικαιοδοτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δικαιοδοτικός < δικαιοδοτώ + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαδικαιοδοτικός
- που έχει σχέση με τη δικαιοδοσία ή αναφέρεται σ' αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- δικαιοδοτικά
- → δείτε τη λέξη δικαιοδοτώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία δικαιοδοτικός
|