δικέλλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δικέλλα | οι | δικέλλες |
γενική | της | δικέλλας | των | δικελλών |
αιτιατική | τη | δικέλλα | τις | δικέλλες |
κλητική | δικέλλα | δικέλλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δικέλλα < αρχαία ελληνική δίκελλα < δι- + κέλλω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδικέλλα θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δικέλλα
|