δικάμερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδικάμερος, -η, -ο
- (νεολογισμός) που έχει δύο κάμερες
- (νεολογισμός) που έχουν χρησιμοποιηθεί δύο κάμερες για την δημιουργία του
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δικάμερος
|