↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δικάμερος η δικάμερη το δικάμερο
      γενική του δικάμερου της δικάμερης του δικάμερου
    αιτιατική τον δικάμερο τη δικάμερη το δικάμερο
     κλητική δικάμερε δικάμερη δικάμερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δικάμεροι οι δικάμερες τα δικάμερα
      γενική των δικάμερων των δικάμερων των δικάμερων
    αιτιατική τους δικάμερους τις δικάμερες τα δικάμερα
     κλητική δικάμεροι δικάμερες δικάμερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δικάμερος < δι- + κάμερα + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

δικάμερος, -η, -ο

  1. (νεολογισμός) που έχει δύο κάμερες
  2. (νεολογισμός) που έχουν χρησιμοποιηθεί δύο κάμερες για την δημιουργία του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία