Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διενεργημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διενεργημέν
ος
η
διενεργημέν
η
το
διενεργημέν
ο
γενική
του
διενεργημέν
ου
της
διενεργημέν
ης
του
διενεργημέν
ου
αιτιατική
τον
διενεργημέν
ο
τη
διενεργημέν
η
το
διενεργημέν
ο
κλητική
διενεργημέν
ε
διενεργημέν
η
διενεργημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διενεργημέν
οι
οι
διενεργημέν
ες
τα
διενεργημέν
α
γενική
των
διενεργημέν
ων
των
διενεργημέν
ων
των
διενεργημέν
ων
αιτιατική
τους
διενεργημέν
ους
τις
διενεργημέν
ες
τα
διενεργημέν
α
κλητική
διενεργημέν
οι
διενεργημέν
ες
διενεργημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
διενεργημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διενεργώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διενεργημένος