Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαχειριστικός η διαχειριστική το διαχειριστικό
      γενική του διαχειριστικού της διαχειριστικής του διαχειριστικού
    αιτιατική τον διαχειριστικό τη διαχειριστική το διαχειριστικό
     κλητική διαχειριστικέ διαχειριστική διαχειριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαχειριστικοί οι διαχειριστικές τα διαχειριστικά
      γενική των διαχειριστικών των διαχειριστικών των διαχειριστικών
    αιτιατική τους διαχειριστικούς τις διαχειριστικές τα διαχειριστικά
     κλητική διαχειριστικοί διαχειριστικές διαχειριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαχειριστικός < διαχειριστής / διαχείριση + -τικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðʝa.çi.ɾi.stiˈkos/ & /ði̯a.çi.ɾi.stiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

διαχειριστικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία