Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαφημισμένος η διαφημισμένη το διαφημισμένο
      γενική του διαφημισμένου της διαφημισμένης του διαφημισμένου
    αιτιατική τον διαφημισμένο τη διαφημισμένη το διαφημισμένο
     κλητική διαφημισμένε διαφημισμένη διαφημισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαφημισμένοι οι διαφημισμένες τα διαφημισμένα
      γενική των διαφημισμένων των διαφημισμένων των διαφημισμένων
    αιτιατική τους διαφημισμένους τις διαφημισμένες τα διαφημισμένα
     κλητική διαφημισμένοι διαφημισμένες διαφημισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαφημισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαφημίζω

  Μετοχή επεξεργασία

διαφημισμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία