Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διατυμπανισμός οι διατυμπανισμοί
      γενική του διατυμπανισμού των διατυμπανισμών
    αιτιατική τον διατυμπανισμό τους διατυμπανισμούς
     κλητική διατυμπανισμέ διατυμπανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διατυμπανισμός< (διατυμπανίζω) διατυμπανισ + -μός. Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + τύμπαν(ο) + -ισμός.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.tim.ba.niˈzmos/ και προφορικό /ðʝa.tim.ba.niˈzmɔs/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διατυμπανισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία