γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διατασσόμενος διατασσομένη τὸ διατασσόμενον
      γενική τοῦ διατασσομένου τῆς διατασσομένης τοῦ διατασσομένου
      δοτική τῷ διατασσομέν τῇ διατασσομέν τῷ διατασσομέν
    αιτιατική τὸν διατασσόμενον τὴν διατασσομένην τὸ διατασσόμενον
     κλητική ! διατασσόμενε διατασσομένη διατασσόμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διατασσόμενοι αἱ διατασσόμεναι τὰ διατασσόμεν
      γενική τῶν διατασσομένων τῶν διατασσομένων τῶν διατασσομένων
      δοτική τοῖς διατασσομένοις ταῖς διατασσομέναις τοῖς διατασσομένοις
    αιτιατική τοὺς διατασσομένους τὰς διατασσομένᾱς τὰ διατασσόμεν
     κλητική ! διατασσόμενοι διατασσόμεναι διατασσόμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διατασσομένω τὼ διατασσομέν τὼ διατασσομένω
      γεν-δοτ τοῖν διατασσομένοιν τοῖν διατασσομέναιν τοῖν διατασσομένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυσόμενος' όπως «λυσόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

διατασσόμενος, -η, -ον