Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διατασσόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
διατασσόμεν
ος
ἡ
διατασσομέν
η
τὸ
διατασσόμεν
ον
γενική
τοῦ
διατασσομέν
ου
τῆς
διατασσομέν
ης
τοῦ
διατασσομέν
ου
δοτική
τῷ
διατασσομέν
ῳ
τῇ
διατασσομέν
ῃ
τῷ
διατασσομέν
ῳ
αιτιατική
τὸν
διατασσόμεν
ον
τὴν
διατασσομέν
ην
τὸ
διατασσόμεν
ον
κλητική
ὦ
!
διατασσόμεν
ε
διατασσομέν
η
διατασσόμεν
ον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
διατασσόμεν
οι
αἱ
διατασσόμεν
αι
τὰ
διατασσόμεν
ᾰ
γενική
τῶν
διατασσομέν
ων
τῶν
διατασσομέν
ων
τῶν
διατασσομέν
ων
δοτική
τοῖς
διατασσομέν
οις
ταῖς
διατασσομέν
αις
τοῖς
διατασσομέν
οις
αιτιατική
τοὺς
διατασσομέν
ους
τὰς
διατασσομέν
ᾱς
τὰ
διατασσόμεν
ᾰ
κλητική
ὦ
!
διατασσόμεν
οι
διατασσόμεν
αι
διατασσόμεν
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
διατασσομέν
ω
τὼ
διατασσομέν
ᾱ
τὼ
διατασσομέν
ω
γεν-δοτ
τοῖν
διατασσομέν
οιν
τοῖν
διατασσομέν
αιν
τοῖν
διατασσομέν
οιν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λυσόμενος'
όπως «
λυσόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
διατασσόμενος, -η, -ον
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
διατάσσω