Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαστελλόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαστελλόμεν
ος
η
διαστελλόμεν
η
το
διαστελλόμεν
ο
γενική
του
διαστελλόμεν
ου
της
διαστελλόμεν
ης
του
διαστελλόμεν
ου
αιτιατική
τον
διαστελλόμεν
ο
τη
διαστελλόμεν
η
το
διαστελλόμεν
ο
κλητική
διαστελλόμεν
ε
διαστελλόμεν
η
διαστελλόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαστελλόμεν
οι
οι
διαστελλόμεν
ες
τα
διαστελλόμεν
α
γενική
των
διαστελλόμεν
ων
των
διαστελλόμεν
ων
των
διαστελλόμεν
ων
αιτιατική
τους
διαστελλόμεν
ους
τις
διαστελλόμεν
ες
τα
διαστελλόμεν
α
κλητική
διαστελλόμεν
οι
διαστελλόμεν
ες
διαστελλόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
διαστελλόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
διαστέλλομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαστελλόμενος