Ετυμολογία

επεξεργασία
διασαλεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διασαλεύω (ταρακουνάω) < δια- + αρχαία ελληνική σαλεύω < σάλος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.saˈle.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐σα‐λεύ‐ω

διασαλεύω, αόρ.: διασάλευσα, παθ.φωνή: διασαλεύομαι, π.αόρ.: διασαλεύθηκα/διασαλεύτηκα, μτχ.π.π.: διασαλευμένος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία