Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.saˈle.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐σα‐λεύ‐ο‐μαι

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διασαλεύομαι, π.αόρ.: διασαλεύθηκα/διασαλεύτηκα, μτχ.π.π.: διασαλευμένος