• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

διασάλευση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διασάλευση οι διασαλεύσεις
      γενική της διασάλευσης* των διασαλεύσεων
    αιτιατική τη διασάλευση τις διασαλεύσεις
     κλητική διασάλευση διασαλεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασαλεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
διασάλευση < → λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διασάλευση θηλυκό

  • η αναστάτωση, το τράνταγμα, συνήθως της έννομης τάξης


Συνώνυμα

επεξεργασία
  • διατάραξη
  • κλονισμός

Συγγενικά

επεξεργασία
  • διασαλευτής
  • διασαλεύω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    διασάλευση
  • γαλλικά : perturbation (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=διασάλευση&oldid=6854129"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιουνίου 2024, στις 16:21

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιουνίου 2024, στις 16:21.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας