↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαρπαγμένος η διαρπαγμένη το διαρπαγμένο
      γενική του διαρπαγμένου της διαρπαγμένης του διαρπαγμένου
    αιτιατική τον διαρπαγμένο τη διαρπαγμένη το διαρπαγμένο
     κλητική διαρπαγμένε διαρπαγμένη διαρπαγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαρπαγμένοι οι διαρπαγμένες τα διαρπαγμένα
      γενική των διαρπαγμένων των διαρπαγμένων των διαρπαγμένων
    αιτιατική τους διαρπαγμένους τις διαρπαγμένες τα διαρπαγμένα
     κλητική διαρπαγμένοι διαρπαγμένες διαρπαγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαρπαγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαρπάζω

διαρπαγμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία