διαπροσωπικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαπροσωπικός < δια- + προσωπικός
Επίθετο επεξεργασία
διαπροσωπικός -ή -ό
- που αφορά τις σχέσεις δύο ή περισσότερων προσώπων/ατόμων
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαπροσωπικός
διαπροσωπικός -ή -ό