Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαπροσωπικός η διαπροσωπική το διαπροσωπικό
      γενική του διαπροσωπικού της διαπροσωπικής του διαπροσωπικού
    αιτιατική τον διαπροσωπικό τη διαπροσωπική το διαπροσωπικό
     κλητική διαπροσωπικέ διαπροσωπική διαπροσωπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαπροσωπικοί οι διαπροσωπικές τα διαπροσωπικά
      γενική των διαπροσωπικών των διαπροσωπικών των διαπροσωπικών
    αιτιατική τους διαπροσωπικούς τις διαπροσωπικές τα διαπροσωπικά
     κλητική διαπροσωπικοί διαπροσωπικές διαπροσωπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαπροσωπικός < δια- + προσωπικός

  Επίθετο επεξεργασία

διαπροσωπικός -ή -ό

  • που αφορά τις σχέσεις δύο ή περισσότερων προσώπων/ατόμων

  Μεταφράσεις επεξεργασία