διαπλαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαπλαστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαδιαπλαστικός
- που αναφέρεται στη μόρφωση (απόδοση μορφής, εκπαιδευτικής ή μη), στη διαμόρφωση, διάπλαση της ύλης ή της προσωπικότητας κάποιου
- Τι περιθώρια διαπλαστικής παρεμβολής έχεις πάνω του; Πιστεύεις πως η σαγήνη είναι αρκετή για να τον μεταπείσει;
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαπλαστικός
|