διαπλασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαπλασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαπλάθω
Μετοχή επεξεργασία
διαπλασμένος, -η, -ο
- που έχει διαπλαστεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαπλασμένος
|
διαπλασμένος, -η, -ο
|