Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαπλασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαπλασμέν
ος
η
διαπλασμέν
η
το
διαπλασμέν
ο
γενική
του
διαπλασμέν
ου
της
διαπλασμέν
ης
του
διαπλασμέν
ου
αιτιατική
τον
διαπλασμέν
ο
τη
διαπλασμέν
η
το
διαπλασμέν
ο
κλητική
διαπλασμέν
ε
διαπλασμέν
η
διαπλασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαπλασμέν
οι
οι
διαπλασμέν
ες
τα
διαπλασμέν
α
γενική
των
διαπλασμέν
ων
των
διαπλασμέν
ων
των
διαπλασμέν
ων
αιτιατική
τους
διαπλασμέν
ους
τις
διαπλασμέν
ες
τα
διαπλασμέν
α
κλητική
διαπλασμέν
οι
διαπλασμέν
ες
διαπλασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαπλασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διαπλάθω
Μετοχή
επεξεργασία
διαπλασμένος, -η, -ο
που έχει
διαπλαστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαπλασμένος