Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαπαραταξιακός η διαπαραταξιακή το διαπαραταξιακό
      γενική του διαπαραταξιακού της διαπαραταξιακής του διαπαραταξιακού
    αιτιατική τον διαπαραταξιακό τη διαπαραταξιακή το διαπαραταξιακό
     κλητική διαπαραταξιακέ διαπαραταξιακή διαπαραταξιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαπαραταξιακοί οι διαπαραταξιακές τα διαπαραταξιακά
      γενική των διαπαραταξιακών των διαπαραταξιακών των διαπαραταξιακών
    αιτιατική τους διαπαραταξιακούς τις διαπαραταξιακές τα διαπαραταξιακά
     κλητική διαπαραταξιακοί διαπαραταξιακές διαπαραταξιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαπαραταξιακός < δια- + παραταξιακός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.pa.ɾa.ta.ksi.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐πα‐ρα‐τα‐ξι‐α‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

διαπαραταξιακός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr