διανοιγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διανοιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διανοίγω
Μετοχή επεξεργασία
διανοιγμένος, -η, -ο
- που έχει διανοιχτεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
διανοιγμένος
|
διανοιγμένος, -η, -ο
|