Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαμφισβητημένος η διαμφισβητημένη το διαμφισβητημένο
      γενική του διαμφισβητημένου της διαμφισβητημένης του διαμφισβητημένου
    αιτιατική τον διαμφισβητημένο τη διαμφισβητημένη το διαμφισβητημένο
     κλητική διαμφισβητημένε διαμφισβητημένη διαμφισβητημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαμφισβητημένοι οι διαμφισβητημένες τα διαμφισβητημένα
      γενική των διαμφισβητημένων των διαμφισβητημένων των διαμφισβητημένων
    αιτιατική τους διαμφισβητημένους τις διαμφισβητημένες τα διαμφισβητημένα
     κλητική διαμφισβητημένοι διαμφισβητημένες διαμφισβητημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμφισβητημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαμφισβητώ

  Μετοχή επεξεργασία

διαμφισβητημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία