Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαμετακομισμένος η διαμετακομισμένη το διαμετακομισμένο
      γενική του διαμετακομισμένου της διαμετακομισμένης του διαμετακομισμένου
    αιτιατική τον διαμετακομισμένο τη διαμετακομισμένη το διαμετακομισμένο
     κλητική διαμετακομισμένε διαμετακομισμένη διαμετακομισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαμετακομισμένοι οι διαμετακομισμένες τα διαμετακομισμένα
      γενική των διαμετακομισμένων των διαμετακομισμένων των διαμετακομισμένων
    αιτιατική τους διαμετακομισμένους τις διαμετακομισμένες τα διαμετακομισμένα
     κλητική διαμετακομισμένοι διαμετακομισμένες διαμετακομισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμετακομισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαμετακομίζω

  Μετοχή επεξεργασία

διαμετακομισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία