↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακυβευμένος η διακυβευμένη το διακυβευμένο
      γενική του διακυβευμένου της διακυβευμένης του διακυβευμένου
    αιτιατική τον διακυβευμένο τη διακυβευμένη το διακυβευμένο
     κλητική διακυβευμένε διακυβευμένη διακυβευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακυβευμένοι οι διακυβευμένες τα διακυβευμένα
      γενική των διακυβευμένων των διακυβευμένων των διακυβευμένων
    αιτιατική τους διακυβευμένους τις διακυβευμένες τα διακυβευμένα
     κλητική διακυβευμένοι διακυβευμένες διακυβευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διακυβευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διακυβεύω

διακυβευμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία