Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακινημένος η διακινημένη το διακινημένο
      γενική του διακινημένου της διακινημένης του διακινημένου
    αιτιατική τον διακινημένο τη διακινημένη το διακινημένο
     κλητική διακινημένε διακινημένη διακινημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακινημένοι οι διακινημένες τα διακινημένα
      γενική των διακινημένων των διακινημένων των διακινημένων
    αιτιατική τους διακινημένους τις διακινημένες τα διακινημένα
     κλητική διακινημένοι διακινημένες διακινημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακινημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διακινώ

  Μετοχή επεξεργασία

διακινημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία