διακενόμετρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διακενόμετρο | τα | διακενόμετρα |
γενική | του | διακενόμετρου & διακενομέτρου |
των | διακενόμετρων & διακενομέτρων |
αιτιατική | το | διακενόμετρο | τα | διακενόμετρα |
κλητική | διακενόμετρο | διακενόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διακενόμετρο ουδέτερο