διακανονιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακανονιστικός < διακανονίζω + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίαδιακανονιστικός
- που διακανονίζει
Συγγενικά
επεξεργασία- διακανονιστικά
- → δείτε τις λέξεις διακανονίζω, κανονίζω και κανόνας
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακανονιστικός
|