↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαδιεργασιακός η διαδιεργασιακή το διαδιεργασιακό
      γενική του διαδιεργασιακού της διαδιεργασιακής του διαδιεργασιακού
    αιτιατική τον διαδιεργασιακό τη διαδιεργασιακή το διαδιεργασιακό
     κλητική διαδιεργασιακέ διαδιεργασιακή διαδιεργασιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαδιεργασιακοί οι διαδιεργασιακές τα διαδιεργασιακά
      γενική των διαδιεργασιακών των διαδιεργασιακών των διαδιεργασιακών
    αιτιατική τους διαδιεργασιακούς τις διαδιεργασιακές τα διαδιεργασιακά
     κλητική διαδιεργασιακοί διαδιεργασιακές διαδιεργασιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαδιεργασιακός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interprocess

  Επίθετο

επεξεργασία

διαδιεργασιακός

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία