διαδιεργασιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαδιεργασιακός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interprocess
Επίθετο
επεξεργασίαδιαδιεργασιακός
- (πληροφορική) οτιδήποτε συμβαίνει μεταξύ διεργασιών
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαδιεργασιακός