Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαδημοτικός η διαδημοτική το διαδημοτικό
      γενική του διαδημοτικού της διαδημοτικής του διαδημοτικού
    αιτιατική τον διαδημοτικό τη διαδημοτική το διαδημοτικό
     κλητική διαδημοτικέ διαδημοτική διαδημοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαδημοτικοί οι διαδημοτικές τα διαδημοτικά
      γενική των διαδημοτικών των διαδημοτικών των διαδημοτικών
    αιτιατική τους διαδημοτικούς τις διαδημοτικές τα διαδημοτικά
     κλητική διαδημοτικοί διαδημοτικές διαδημοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαδημοτικός < δια- + δημοτικός

  Επίθετο επεξεργασία

διαδημοτικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία