Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάπνευση οι διαπνεύσεις
      γενική της διάπνευσης* των διαπνεύσεων
    αιτιατική τη διάπνευση τις διαπνεύσεις
     κλητική διάπνευση διαπνεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαπνεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάπνευση < ελληνιστική κοινή διάπνευ(σις) + -ση < αρχαία ελληνική διαπνέω < διά ({π|διά-}}) + πνέω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði̯a.pnef.si/ & /ˈðʝa.pnef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ά‐πνευ‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάπνευση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία