διαπνοή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαπνοή | οι | διαπνοές |
γενική | της | διαπνοής | των | διαπνοών |
αιτιατική | τη | διαπνοή | τις | διαπνοές |
κλητική | διαπνοή | διαπνοές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαπνοή < αρχαία ελληνική διαπνοή < διαπνέω < διά + πνέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαπνοή θηλυκό
- (βιολογία) το σύνολο των αναπνευστικών ανταλλαγών που γίνονται από τους πόρους του σώματος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαπνοή