Ετυμολογία

επεξεργασία
διαπνέω < αρχαία ελληνική διαπνέω < διά + πνέω

διαπνέω (παθητική φωνή: διαπνέομαι)

  1. διαπερνώ κάτι με φύσημα, φυσώντας
  2. αναπνέω από τους δερματικούς πόρους
  3. (βοτανική) αποβάλλω νερό ή υδρατμούς από τα φύλλα
    Στη φάρμα του Μιγιάγκι, όμως, ακόμα και το νερό που διαπνέουν τα φύλλα των φυτών συλλέγεται και ανακυκλώνεται. (*)
  4. εμπνέω, παρακινώ
  5. (παθητική φωνή) διαπνέομαι: επηρεάζομαι, χαρακτηρίζομαι, με διακατέχει

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία