Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διάνοιχτος η διάνοιχτη το διάνοιχτο
      γενική του διάνοιχτου της διάνοιχτης του διάνοιχτου
    αιτιατική τον διάνοιχτο τη διάνοιχτη το διάνοιχτο
     κλητική διάνοιχτε διάνοιχτη διάνοιχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διάνοιχτοι οι διάνοιχτες τα διάνοιχτα
      γενική των διάνοιχτων των διάνοιχτων των διάνοιχτων
    αιτιατική τους διάνοιχτους τις διάνοιχτες τα διάνοιχτα
     κλητική διάνοιχτοι διάνοιχτες διάνοιχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάνοιχτος < διανοίγω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

διάνοιχτος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία