Δείτε επίσης: Δηναιή
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δηναιός δηναιᾱ́ τὸ δηναιόν
      γενική τοῦ δηναιοῦ τῆς δηναιᾶς τοῦ δηναιοῦ
      δοτική τῷ δηναι τῇ δηναι τῷ δηναι
    αιτιατική τὸν δηναιόν τὴν δηναιᾱ́ν τὸ δηναιόν
     κλητική ! δηναιέ δηναιᾱ́ δηναιόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δηναιοί αἱ δηναιαί τὰ δηναιᾰ́
      γενική τῶν δηναιῶν τῶν δηναιῶν τῶν δηναιῶν
      δοτική τοῖς δηναιοῖς ταῖς δηναιαῖς τοῖς δηναιοῖς
    αιτιατική τοὺς δηναιούς τὰς δηναιᾱ́ς τὰ δηναιᾰ́
     κλητική ! δηναιοί δηναιαί δηναιᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δηναιώ τὼ δηναιᾱ́ τὼ δηναιώ
      γεν-δοτ τοῖν δηναιοῖν τοῖν δηναιαῖν τοῖν δηναιοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δηναιός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

δηναιός, -ή, -όν

  1. μακρόβιος, πολυχρόνιος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 407
    οὐ δηναιὸς ὃς ἀθανάτοισι μάχηται,
    ολίγες έχει ημέρες όποιος πόλεμον κινεί των αθανάτων,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. γηραιός, παλιός, αρχαίος

Άλλες μορφές

επεξεργασία