δηναιός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δηναιός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
δηναιός, -ή, -όν
- μακρόβιος, πολυχρόνιος
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 407
- οὐ δηναιὸς ὃς ἀθανάτοισι μάχηται,
- ολίγες έχει ημέρες όποιος πόλεμον κινεί των αθανάτων,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- οὐ δηναιὸς ὃς ἀθανάτοισι μάχηται,
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 407
- γηραιός, παλιός, αρχαίος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- δηναιός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δηναιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.