Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δημόσια υγεία οι δημόσιες υγείες
      γενική της δημόσιας υγείας
    αιτιατική τη δημόσια υγεία τις δημόσιες υγείες
     κλητική δημόσια υγεία δημόσιες υγείες
συνήθως στον ενικό
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημόσια υγεία < → δείτε τις λέξεις δημόσιος και υγεία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðiˈmo.si.a iˈʝi.a/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

δημόσια υγεία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία