Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δημοσκοπημένος η δημοσκοπημένη το δημοσκοπημένο
      γενική του δημοσκοπημένου της δημοσκοπημένης του δημοσκοπημένου
    αιτιατική τον δημοσκοπημένο τη δημοσκοπημένη το δημοσκοπημένο
     κλητική δημοσκοπημένε δημοσκοπημένη δημοσκοπημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δημοσκοπημένοι οι δημοσκοπημένες τα δημοσκοπημένα
      γενική των δημοσκοπημένων των δημοσκοπημένων των δημοσκοπημένων
    αιτιατική τους δημοσκοπημένους τις δημοσκοπημένες τα δημοσκοπημένα
     κλητική δημοσκοπημένοι δημοσκοπημένες δημοσκοπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

δημοσκοπημένος




  Μεταφράσεις επεξεργασία