δευτερίας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δευτερίᾱς | οἱ | δευτερίαι |
γενική | τοῦ | δευτερίου | τῶν | δευτεριῶν |
δοτική | τῷ | δευτερίᾳ | τοῖς | δευτερίαις |
αιτιατική | τὸν | δευτερίᾱν | τοὺς | δευτερίᾱς |
κλητική ὦ! | δευτερίᾱ | δευτερίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δευτερίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δευτερίαιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδευτερίας αρσενικό
- αναφερόμενο στο κρασί («δευτερίας οίνος»), που προκύπτει από δεύτερη επεξεργασία (από επεξεργασία των στεμφύλων), συνεπώς κατώτερης ποιότητας
- ※ Περί δευτερίου και αδυνάμου: Ο δε καλούμενος δευτερίας , όν ένιοι πότιμον καλούσι , σκευάζεται τούτον τον τρόπον εις τα στέμφυλα , ών εξέθλιψας οίνου μετρητάς λ΄ , βάλε ύδατος μετρητάς γ΄ , και μίξας και πατήσας έκθλιψον , και αφέψησον εις το τρίτον χοείδε εκάστωτών (Πεδάνιος Διοσκουρίδης, Πεδανίου Διοσκορίδου Αναζαρβέως, Περί ύλης Ιατρικής [1])
- ≈ συνώνυμα: στεμφυλίτης, ἐντρυγηφάνιον (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ε )
Πηγές
επεξεργασία- δευτερίας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.