Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δερμογραφία οι δερμογραφίες
      γενική της δερμογραφίας των δερμογραφιών
    αιτιατική τη δερμογραφία τις δερμογραφίες
     κλητική δερμογραφία δερμογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δερμογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dermographia < αρχαία ελληνική δέρμα + γράφω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δερμογραφία θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία