πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δερβέναγας οι δερβέναγες
      γενική του δερβέναγα των δερβέναγων
    αιτιατική τον δερβέναγα τους δερβέναγες
     κλητική δερβέναγα δερβέναγες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δερβέναγας αρσενικό

  1. (επάγγελμα, ιστορία, επί Τουρκοκρατίας) ο αρχηγός (αγάς) στρατιωτικού σώματος που φρουρούσε στενά περάσματα (δερβένια)
  2. (μεταφορικά) αυταρχικός άνθρωπος

Μεταφράσεις

επεξεργασία