δερβέναγας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δερβέναγας | οι | δερβέναγες |
γενική | του | δερβέναγα | των | δερβέναγων |
αιτιατική | τον | δερβέναγα | τους | δερβέναγες |
κλητική | δερβέναγα | δερβέναγες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δερβέναγας < λόγια προφορά του ντερβέναγας < ντερβένι ((άμεσο δάνειο) τουρκική derbent + αγάς ((άμεσο δάνειο) τουρκική ağa)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðeɾˈve.na.ɣas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δερ‐βέ‐να‐γας
Ουσιαστικό επεξεργασία
δερβέναγας αρσενικό
- (επάγγελμα, ιστορία, επί Τουρκοκρατίας) ο αρχηγός (αγάς) στρατιωτικού σώματος που φρουρούσε στενά περάσματα (δερβένια)
- (μεταφορικά) αυταρχικός άνθρωπος
Μεταφράσεις επεξεργασία
δερβέναγας
|