↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεκάτομος η δεκάτομη το δεκάτομο
      γενική του δεκάτομου της δεκάτομης του δεκάτομου
    αιτιατική τον δεκάτομο τη δεκάτομη το δεκάτομο
     κλητική δεκάτομε δεκάτομη δεκάτομο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεκάτομοι οι δεκάτομες τα δεκάτομα
      γενική των δεκάτομων των δεκάτομων των δεκάτομων
    αιτιατική τους δεκάτομους τις δεκάτομες τα δεκάτομα
     κλητική δεκάτομοι δεκάτομες δεκάτομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεκάτομος < δεκά- + -τομος

  Επίθετο

επεξεργασία

δεκάτομος, -η, -ο

  • που αποτελείται από δέκα τόμους
    ⮡  δεκάτομη εγκυκλοπαίδεια

  Μεταφράσεις

επεξεργασία