δειμαλέος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδειμαλέος, -έα, -έον
- φοβισμένος, τρομαγμένος
- που προκαλεί φόβο, τρομερός
- ※ 8ος πκε αιώνας, Pseudo-Homer, Βατραχομυομαχία, στίχ. 287 (στίχοι 286-288)
- πρῶτα μὲν ἐβρόντησε, μέγαν δ᾽ ἐλέλιξεν Ὄλυμπον. | αὐτὰρ ἔπειτα κεραυνὸν δειμαλέον διὸς ὅπλον | ἧκ᾽ ἐπιδινήσας· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἔπτατο χειρὸς ἄνακτος.
- Πρώτα μπουμπούνισε, τον Όλυμπο τον αψηλό τραντάζει, | κι ευθύς μετά στριφογυρίζοντας το τρομερό του το όπλο | το σφεντονάει, κι εκείνο πέταξε απ᾽ του βασιλιά το χέρι·
- Μετάφραση (1978), Νικόλαος Κοτσελίδης, @greek‑language.gr
- πρῶτα μὲν ἐβρόντησε, μέγαν δ᾽ ἐλέλιξεν Ὄλυμπον. | αὐτὰρ ἔπειτα κεραυνὸν δειμαλέον διὸς ὅπλον | ἧκ᾽ ἐπιδινήσας· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἔπτατο χειρὸς ἄνακτος.
- ※ 8ος πκε αιώνας, Pseudo-Homer, Βατραχομυομαχία, στίχ. 287 (στίχοι 286-288)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δεῖμα
Παράγωγα
επεξεργασία- δειμαλέως (επίρρημα)
Πηγές
επεξεργασία- δειμαλέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- δειμαλέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012