δεδομενικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δεδομενικός
- που έχει σχέση με δεδομένα ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- δεδομενικότητα
- → δείτε τη λέξη δίνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
δεδομενικός
|
δεδομενικός
|