Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δείκτρια οι δείκτριες
      γενική της δείκτριας των δεικτριών
    αιτιατική τη δείκτρια τις δείκτριες
     κλητική δείκτρια δείκτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δείκτρια < δείκ(της) + -τρια, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική indicator function

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δείκτρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία