δείκτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δείκτρια < δείκ(της) + -τρια, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική indicator function
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδείκτρια θηλυκό
- (μαθηματικά) συνάρτηση ενός υποσυνόλου Α που ανήκει σ’ έναν δειγματοχώρο Χ ως εξής:
Μεταφράσεις
επεξεργασία δείκτρια