δειγματοχώρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δειγματοχώρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδειγματοχώρος αρσενικό
- (μαθηματικά, θεωρία πιθανοτήτων) το σύνολο όλων των πιθανών απλών ενδεχομένων ενός πειράματος τύχης (παιχνιδιού/παιγνίου)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δειγματοχώρος