δασοπυροσβεστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δασοπυροσβεστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το σβήσιμο των φωτιών στα δάση
- Τα δασοπυροσβεστικά αεροσκάφη έκαναν πολλές εξόδους.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δασοπυροσβεστικός
|