Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δασονομικός η δασονομική το δασονομικό
      γενική του δασονομικού της δασονομικής του δασονομικού
    αιτιατική τον δασονομικό τη δασονομική το δασονομικό
     κλητική δασονομικέ δασονομική δασονομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δασονομικοί οι δασονομικές τα δασονομικά
      γενική των δασονομικών των δασονομικών των δασονομικών
    αιτιατική τους δασονομικούς τις δασονομικές τα δασονομικά
     κλητική δασονομικοί δασονομικές δασονομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δασονομικός < δασονόμος / δασονομία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

δασονομικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία