Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δασοδίαιτος η δασοδίαιτη το δασοδίαιτο
      γενική του δασοδίαιτου της δασοδίαιτης του δασοδίαιτου
    αιτιατική τον δασοδίαιτο τη δασοδίαιτη το δασοδίαιτο
     κλητική δασοδίαιτε δασοδίαιτη δασοδίαιτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δασοδίαιτοι οι δασοδίαιτες τα δασοδίαιτα
      γενική των δασοδίαιτων των δασοδίαιτων των δασοδίαιτων
    αιτιατική τους δασοδίαιτους τις δασοδίαιτες τα δασοδίαιτα
     κλητική δασοδίαιτοι δασοδίαιτες δασοδίαιτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δασοδίαιτος < δάσος + -ο- + -δίαιτος

  Επίθετο επεξεργασία

δασοδίαιτος, -η / -ος, -ο

  Πηγές επεξεργασία

  • δασοδίαιτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις επεξεργασία