δαντελλωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδαντελλωτός, -ή, -ό
- παρωχημένη γραφή του δαντελωτός μη απλποιημένη, κατά το δαντέλλα όπως το γαλλικό dentelle
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .