δαντέλλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δαντέλλα < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική dentelle χωρίς ορθογραφική απλοποίηση του διπλού συμφώουν
Ουσιαστικό επεξεργασία
δαντέλλα θηλυκό
- (παρωχημένο) μη απλοποιημένη γραφή του δαντέλα
δαντέλλα θηλυκό